Αγγειοπλαστικη και η Αορτοστεφανιαια Παρακαμψη
Η στεφανιαία νόσος είναι μια σύγχρονη «μάστιγα» στο χώρο της υγείας, με περισσότερα από 110 εκατομμύρια ανθρώπους να πάσχουν από αυτήν, και με περισσότερους από 9 εκατομμύρια θανάτους ετησίως στο ποινικό μητρώο της.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου περιλαμβάνει τη φαρμακευτική αγωγή και τις επεμβάσεις επαναιμάτωσης.
Οι επεμβάσεις επαναιμάτωσης περιλαμβάνουν την αγγειοπλαστική (παλαιότερα γνωστή και ως “μπαλονάκι”, ή «stent”) και την αορτοστεφανιαία παράκαμψη, γνωστή αλλιώς και ως bypass.
Τι είναι αυτές οι δύο μέθοδοι;
Πότε χρησιμοποιούμε τη μία μέθοδο και πότε την άλλη, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη στεφανιαία νόσο;
Η αγγειοπλαστική γίνεται στο αιμοδυναμικό εργαστήριο από τον επεμβατικό καρδιολόγο, συνήθως αμέσως μετά τη στεφανιογραφία. Γίνεται από μια μικρή τρύπα ειδικής βελόνας σε αρτηρία, είτε συνήθως στον καρπό του χεριού, είτε ψηλά στη συμβολή μηρού-λεκάνης.
Στη συνέχεια ειδικοί καθετήρες ανεβαίνουν παλίνδρομα από την περιφερική αρτηρία στην αορτή και εισέρχονται στο αρχικό τμήμα της στεφανιαίας αρτηρίας. Ακολούθως, ειδικό λεπτό σύρμα προχωρά μέσα στο στεφανιαίο αγγείο.
Το σύρμα αυτό χρησιμεύει ως οδηγός για την προώθηση μπαλονιών και stents στο σημείο της αθηρωματικής βλάβης, η οποία απωθείται με το φούσκωμα των μπαλονιών στην περιφέρεια του αγγείου, το οποίο συγκρατείται ανοιχτό με την τοποθέτηση του stent.
Όλη η διαδικασία γίνεται υπό τοπική αναισθησία και η διάρκειά της ποικίλλει ανάλογα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά της βλάβης.
Η αορτοστεφανιαία παράκαμψη γίνεται στο χειρουργείο από τον καρδιοχειρουργό, ο οποίος υπό ολική αναισθησία παίρνει μικρά τμήματα αρτηριών και φλεβών από άλλα σημεία του σώματος του ασθενή (είτε χρησιμοποιεί αρτηρίες που βρίσκονται στο θώρακα) και τα οποία τοποθετεί στην καρδιά του ασθενούς κατά τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργούν ως «παράδρομοι» (bypass), παρακάμπτοντας έτσι τα ελαττωματικά στεφανιαία αγγεία.
Η διαδικασία αυτή αποτελεί ένα μείζον χειρουργείο, για το οποίο χρειάζεται θωρακοτομή και, όπως είπαμε, γενική αναισθησία. Γι’ αυτό το λόγο και το κόστος ενός bypass είναι συνήθως τριπλάσιο με τετραπλάσιο σε σχέση με αυτό της απλής αγγειοπλαστικής.
Οι ενδείξεις κάθε μεθόδου επαναιμάτωσης είναι διαφορετικές, και η επιλογή της μιας έναντι της άλλης είναι έργο τόσο του επεμβατικού καρδιολόγου όσο και του καρδιοχειρουργού, σε συμφωνία πάντα με τις επιθυμίες του ασθενούς.
Συνήθως η αγγειοπλαστική αφορά σε τεχνικά απλούστερες, πιο εστιακές και ευκολότερα προσβάσιμες βλάβες, όπως και σε ασθενείς στους οποίους είτε το χειρουργικό ρίσκο κρίνεται απαγορευτικό, είτε έχουν ήδη υποστεί bypass και δεν έχουν δυνατότητα επανεγχείρησης.
Το bypass προτιμάται σε πολλαπλές, διάχυτες και επιμήκεις σχετικά βλάβες, σε βλάβες σε περισσότερα του ενός στεφανιαία αγγεία, και σε περιπτώσεις που η πρόσβαση με αγγειοπλαστική είναι αυξημένης δυσκολίας ή και αδύνατη.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις στις οποίες οι αθηρωματικές βλάβες είναι τόσο πολλές, διάχυτες και τεχνικά απροσπέλαστες, που ούτε η αγγειοπλαστική ούτε η αορτοστεφανιαία παράκαμψη έχουν να προσφέρουν στο ασθενή όφελος αντάξιο του υψηλού ρίσκου. Σε αυτές τις περιπτώσεις προτιμάται η συντηρητική αντιμετώπιση με φαρμακευτική αγωγή.